φιλόκτονος

φιλόκτονος
-ον, Μ
αυτός που τού αρέσει να διαπράττει φόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κτόνος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοκτονία — ἡ, Μ [φιλόκτονος] ροπή για διάπραξη φόνων, το να αρέσει σε κάποιον να διαπράττει φόνους, να σκοτώνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”